ελπίζει

ελπίζει
cе  надева

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐλπίζει — ἐλπίζω hope for pres ind mp 2nd sg ἐλπίζω hope for pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελπίδα — η 1. προσδοκία, προσμονή, απαντοχή, αναμονή επιθυμητού πράγματος. 2. το πράγμα το οποίο ελπίζει κανείς ή το πρόσωπο από το οποίο ελπίζει κάτι: Ο μοναχογιός του είναι η μοναδική του ελπίδα. 3. ως κύρ. όν., Ελπίδα όνομα γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • надѣ˫атисѧ — НАДѢ|˫АТИСѦ (299), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Полагаться на кого л., что л., надеяться: Бо˫аштеи сѧ г҃а. надѣите сѧ на блага˫а (ἐλπίσατε) Изб 1076, 186 об.; ваю мл҃твы надѣющес˫а къ сп҃сѹ възъпиѥмъ СкБГ XII, 17г; на||дѣюсѧ на б҃а ЖФП XII, 50б–в; тобѣ бо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έλπισμα — ἔλπισμα, το (Α) αυτό το οποίο ελπίζει κανείς …   Dictionary of Greek

  • αισιοδοξία — η 1. το να ελπίζει κανείς σε ένα ευνοϊκό αίσιο μέλλον 2. φιλοσοφική κοσμοθεωρία, κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και το καλό εξουσιάζει σ αυτόν, οπτιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισιόδοξος απόδοση στα Ελληνικά (κατά τον 19ο αι.)… …   Dictionary of Greek

  • αισιόδοξος — η, ο 1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής 2. αίσιος, ευνοϊκός «αισιόδοξη προοπτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + δοξος < δόξα απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).… …   Dictionary of Greek

  • ανέλπιδος — η, ο 1. ο χωρίς ελπίδα, εκείνος που δεν ελπίζει πια 2. αυτός που δεν δίνει ελπίδα, απελπιστικός 3. ανέλπιστος, απροσδόκητος …   Dictionary of Greek

  • ατημέλητος — η, ο (AM ἀτημέλητος, ον) [τημελώ] μσν. νεοελλ. αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος αρχ. 1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς 2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος 3. νωθρός, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • δύσελπις — ο, η (Α) 1. αυτός που δύσκολα ελπίζει, απελπισμένος 2. αυτός που φέρνει απελπισία 3. αυτός που δεν αναμένεται πια («δύσελπις νίκη») …   Dictionary of Greek

  • ελπιδερός — ή, ό 1. αυτός ή αυτό που ελπίζει κανείς να συμβεί 2. ελπιδοφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”